μουνόλιθος

μουνόλιθος
μουνόλιθος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. μονόλιθος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μονόλιθος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (334 κάτ., υψόμ. 290), της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αταβύρου του νομού Δωδεκανήσου 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 405 κάτ.), της Θήρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”